- δοξάζομαι
- δοξάζομαι, δοξάστηκα, δοξασμένος βλ. πίν. 36
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
δοξάζομαι — δοξάζω think pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοδοξάζομαι — (AM αὐτοδοξάζομαι) έχω δική μου δόξα, δοξάζομαι από τα ίδια μου τα έργα … Dictionary of Greek
δοξούμαι — δοξοῡμαι ( όομαι) (Α) δοξάζομαι … Dictionary of Greek
ελλάμπω — ἐλλάμπω (AM) φωτίζω, εμπνέω αρχ. 1. λάμπω ζωηρά 2. γίνομαι αιτία να λάμψει κάτι 3. μέσ. διακρίνομαι, δοξάζομαι … Dictionary of Greek
ενδοξάζομαι — ἐνδοξάζομαι (AM) δοξάζομαι … Dictionary of Greek
ευκλεούμαι — εὐκλεοῡμαι, έομαι (Μ) [ευκλεής] δοξάζομαι, επαινούμαι … Dictionary of Greek
καταγλαΐζω — καταγλαιζω (AM) παθ. καταγλαΐζομαι δοξάζομαι μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κατηγλαϊσμένος, η, ον περίφημος, ξακουστός αρχ. 1. κάνω κάτι υπερβολικά λαμπρό, καταλαμπρύνω 2. παθ. ντύνομαι πολύ ωραία, στολίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀγλαΐζω (<… … Dictionary of Greek
καταχρυσώ — καταχρυσῶ, όω (AM, Μ και καταχρυσώνω) [κατάχρυσος] καλύπτω με χρυσό, χρυσοστολίζω, επιχρυσώνω («νηῷ σμικρῷ ξυλίνῳ κατακεχρυσωμένῳ», Ηρόδ.) αρχ. 1. μτφ. λαμπρύνω, κοσμώ («τὴν πόλιν καταχρυσοῡντες καὶ καλλωπίζοντες», Πλούτ.) 2. μτφ. (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
καταψάλλω — (AM) αποδοκιμάζω κάποιον με ψαλμούς αρχ. 1. παίζω κιθάρα ή άλλο έγχορδο όργανο («καταυλεῑν και καταψάλλειν», Πλούτ.) 2. παθ. καταψάλλομαι υμνούμαι, δοξάζομαι, αινούμαι («καταψάλλεται... ὁ δημιουργός», Πορφ.) 3. επικρίνω 4. παθ. α) ευχαριστούμαι… … Dictionary of Greek
λάμπω — (AM λάμπω) 1. εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, φέγγω (α. «ο ήλιος λάμπει αυτή την ώρα» β. «όλα τα κουζινικά έλαμψαν μετά το γυάλισμα» γ. «τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ ὥς τε στεροπή», Ομ. Ιλ. δ. «λύχνος τῷ πυρὶ λαμπόμενος», Λουκιαν.) 2. (για το πρόσωπο, για την… … Dictionary of Greek